Modern Greek (1453-) |
has gloss | ell: Ο όρος Συνασπισμός (Coalition ή Alliance) σημαίνει κυρίως συνδυασμό πολιτικών ομάδων ή δυνάμεων με προσωρινό συνήθως χαρακτήρα και εξειδικευμένες αντικειμενικές επιδιώξεις. Παρότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνηθέστερα για πολιτικά κόμματα με συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές επί κοινοβουλευτικών ή εκλογικών στόχων (σκοπούς) ή ακόμα και σε πολιτικούς σχηματισμούς ένάντια δεδομένης κομματικής γραμμής, ο συνασπισμός μπορεί ν΄ αναφέρεται και σε μια προσωρινή συμμαχία μεταξύ Κρατών για χάρη κοινής δράσης και όχι απαραίτητα μόνο πολεμικής. |
lexicalization | ell: Συνασπισμός |
Lithuanian |
has gloss | lit: Sarisoforai (Συνασπισμός) – makedoniečių pėstininkai, kaudavęsi makedoniečių falangoje. Pavadinti pagal pagrindinį jų ginklą sarisą. |
lexicalization | lit: Sarisoforai |
Russian |
has gloss | rus: Сариссофор — пеший воин, составлявший основу македонской фаланги. Название происходит от по длинной пики — сариссы. Вооружение сариссофора состояло из следующих компонентов: |
lexicalization | rus: Сариссофор |